- διήκουε
- διακούωhear outimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» … Dictionary of Greek